Το στούντιο της MercurySteam έχει μία ενδιαφέρουσα ιστορία. Στο μεγαλύτερο τμήμα της κατάφερε να συνάψει συνεργασίες με μερικούς από τους μεγαλύτερους publishers και να αναλάβει την ανάπτυξη μερικών εκ των δημοφιλέστερων IPs. Κάπως έτσι, η MercurySteam δημιούργησε ένα όνομα μέσα από τα Castlevania: Lords of Shadow αλλά και τις περιπέτειες της Samus Aran.
Οι περιπτώσεις όπου πήγε σε στραβοτιμονιές ήταν κυρίως όταν επιχείρησε να δημιουργήσει νέα IPs, όπως είδαμε στις περιπτώσεις του αδιάφορου Clive Barker’s Jericho και του άσημου Spacelords. Άραγε η επιστροφή της με το Blades of Fire ήρθε για να… τριτώσει το κακό; Σίγουρα αποτελεί άλλη μία ιδιαίτερη περίπτωση αφού εμφανίστηκε από το πουθενά τον περασμένο Φεβρουάριο, δίνοντας ένα μάλλον περιορισμένο διάστημα για το marketing. Αλλά ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά.
Το Blades of Fire μάς μεταφέρει σε ένα βασίλειο όπου μία μοχθηρή βασίλισσα έχει καταραστεί τους εχθρούς της, μετατρέποντας κάθε μορφή μετάλλου σε πέτρα. Εμείς παίρνουμε τον ρόλο του σκληροτράχηλου πολεμιστή Aran, ο οποίος με έναν ανεξήγητο τρόπο θα λάβει ένα θρυλικό σφυρί, το οποίο θα του επιτρέψει να σφυρηλατήσει όπλα από μέταλλο. Μαζί με τη βοήθεια του Adso, ενός νεαρού ερευνητή που θα βρεθεί κυριολεκτικά στην πόρτα του, θα ξεκινήσει η περιπέτεια προς το κάστρο της βασίλισσας με σκοπό την εξόντωσή της.
Το Blades of Fire έρχεται να μας συστήσει ένα εντελώς καινούριο σύμπαν, με τα δικά του όντα και θεότητες, με τη μυθολογία να επικεντρώνεται γύρω από την χειραγώγηση του μετάλλου. Άλλωστε, οι βασικές 7 θεότητες αποκαλούνται απλά ως “σιδηρουργοί”, οι οποίες μάλιστα λέγεται ότι έδωσαν το υπέρτατο δώρο στην ανθρωπότητα, τη γνώση της δημιουργίας μετάλλων.
Αναμφίβολα είναι θετικό ότι επιτέλους βλέπουμε ένα fantasy σύμπαν που αποφεύγει τα τετριμμένα, δηλαδή την εμφάνιση orcs και / ή ξωτικών. Αν και κάποια trolls θα δηλώσουν το παρόν, σε γενικές γραμμές θα δείτε ξεχωριστά όντα που καταφέρνουν να δώσουν έμπρακτα την εικόνα ενός διαφορετικού σύμπαντος.
Βέβαια, εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως δεν θα πρέπει να περιμένετε κάποια εμβάθυνση στο lore. Η ιστορία προσφέρει ακριβώς τα βασικά, για να ωθήσει τον Aran σε μία ιστορία εκδίκησης, στον μονοδιάστατο στόχο της εξόντωσης της βασίλισσας. Οι εξτρά χαρακτήρες είναι μετρημένοι στα δάχτυλα και έρχονται απλά για να εξυπηρετήσουν ορισμένα plot points και όχι για να δημιουργηθεί το οποιοδήποτε δέσιμο.
Ωστόσο, μία πραγματικά χαμένη ευκαιρία αποτελεί η σχέση μεταξύ των Aran και Adso, ο οποίος βρίσκεται πάντα στο πλάι του Aran, καθόλη τη διάρκεια της περιπέτειας. Θα μπορούσε να αποτελεί ένα ενδιαφέρον sidekick, ιδίως αφού οι δυνάμεις και αδυναμίες των δύο βασικών χαρακτήρων αλληλοκαλύπτονται (ο ένας φτασμένος πολεμιστής, ο άλλος με αστείρευτες γνώσεις για την ιστορία του κόσμου, των τεράτων κ.λπ.). Η σχέση τους όμως παραμένει τυπική, και επίσης φαίνεται σχεδόν σαν να αποφεύγεται η δημιουργία μίας κάποιας χημείας μεταξύ τους.
Υπάρχουν π.χ. περιπτώσεις όπου ο Adso κάνει αστειάκια για την ηλικία του Aran όταν προσπαθεί να κάνει κάποια άλματα, αλλά αυτά δείχνουν παράταιρα όταν προηγουμένως έχουμε δει απειροελάχιστες συζητήσεις μεταξύ τους για να αντιληφθούμε το είδος της μεταξύ τους σχέσης. Γενικότερα, το Blades of Fire δεν φαίνεται διατεθειμένο να κερδίσει τον παίκτη με τους χαρακτήρες του ή την εξέλιξη του σεναρίου, καταλήγοντας προβλέψιμο και άνευ ιδιαίτερων κορυφώσεων.
Θα λέγαμε όμως ότι εν τέλει η ουσία του βρίσκεται στον τομέα της μάχης, με το φειδωλό σενάριο τουλάχιστον να μην μπαίνει εμπόδιο στο κομμάτι της δράσης (όχι ακριβώς δικαιολογία για τη μέτρια γραφή, αλλά τουλάχιστον ένα θετικό στοιχείο που απορρέει από αυτήν). Η MercurySteam φαίνεται ότι ναι μεν εμπνεύστηκε από το πανταχού παρόν είδος των soulslike, αλλά αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο στο να διανθήσει το παιχνίδι με τα δικά του στοιχεία.
Σε αντίθεση με τα περισσότερα παιχνίδια του είδους, ο Aran δεν έχει το παραμικρό skill tree. Δεν υπάρχουν attributes, skill points και τα συναφή. Είναι μία επιλογή που συνάδει πλήρως με την εικόνα ενός φτασμένου πολεμιστή που πείθει ότι είναι μάστερ οποιουδήποτε όπλου. Μπορούμε μόνο να αναβαθμίσουμε την ενέργεια και το stamina, και αυτά μόνο αφού εντοπίσουμε συγκεκριμένες τετράδες αντικειμένων.
Το ένα και μοναδικό κομμάτι της εξέλιξης της ισχύος μας έρχεται μέσα από την σφυρηλάτηση όπλων. Σε κανένα σημείο της περιπέτειας δεν βρίσκουμε έτοιμα όπλα, αντιθέτως, πρέπει να συλλέγουμε τα υλικά ώστε να σφυρηλατήσουμε τα δικά μας όπλα. Υπάρχει μία εκτενής ποικιλία από διαφορετικές κλάσεις όπλων (δόρατα, one handed swords, greatswords, hammers κ.λπ.) τα διαγράμματα των οποίων τα εντοπίζουμε αφού εξοντώσουμε αρκετούς εχθρούς από συγκεκριμένες αντίπαλες ομάδες.
Η σφυρηλάτηση γίνεται μέσα από ένα συμπαθητικό mini game και αφού παραμετροποιήσουμε διάφορα τμήματα του όπλου, επιλέγοντας το είδος της λεπίδας, τη χειρολαβή, το είδος του μετάλλου και διάφορες άλλες πτυχές του. Υπάρχει αρκετό βάθος στην παραμετροποίηση κάθε όπλου, καθώς και μία ογκώδης ποικιλία υλικών, δίνοντάς μας το ελεύθερο να φέρουμε το κάθε όπλο στα μέτρα μας και οδηγώντας τελικά σε μία ιδιαίτερα ευχάριστη διαδικασία για τη δημιουργία όπλων.
Το σκέλος των melee όπλων και της δημιουργίας τους βρίσκεται στον πυρήνα του παιχνιδιού και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εμπειρίας. Προς το παραπάνω συνάδει και το σύστημα μάχης. Οι επιθέσεις είναι τοποθετημένες στα face buttons, όπου κάθε κουμπί σημαδεύει διαφορετικό μέρος του σώματος. Κάτι ανάλογο είχαμε δει και στα The Surge αλλά εδώ έχει μία αρκετά διαφορετική υλοποίηση, εμβαθύνοντας περισσότερο στο θέμα της κατάλληλης επιλογής των επιθέσεων.
Πολλοί εχθροί έχουν εμφανή μέρη του σώματος που είναι πιο ευπαθή (και δεν είναι πάντα το κεφάλι), κάτι που συνήθως εξαρτάται από το είδος της πανοπλίας που φοράνε. Άλλοτε θα πρέπει να αποφεύγουμε τα χέρια, κάποιες φορές θα πρέπει να σημαδεύουμε στο σώμα και ούτω καθεξής.
Το damage που πετυχαίνουμε εξαρτάται και από τα στατιστικά των όπλων μας και ιδίως το στατιστικό της διαπεραστικότητας, που αφορά στο κατά πόσον η λάμα μπορεί να διαπεράσει την εκάστοτε πανοπλία. Σε ορισμένες περιπτώσεις ένα, κατά τα άλλα, ισχυρότατο όπλο ενδέχεται να μην μπορεί να διαπεράσει την εχθρική πανοπλία, αχρηστεύοντάς το πλήρως.
Για αυτόν τον λόγο το Blades of Fire μάς επιτρέπει να έχουμε equipped τέσσερα όπλα και πολλά περισσότερα στο inventory μας. Και πάλι σε αντίθεση με άλλα παιχνίδια του είδους, εδώ δεν θα “παντρευτείτε” από την αρχή έως το τέλος μία κλάση όπλων, αλλά θα πρέπει να μεταχειρίζεστε διαφορετικά είδη για να ανταπεξέλθετε στο εκτενές bestiary. Είναι ένα στοιχείο που λειτουργεί πολύ καλά με τη φύση του παιχνιδιού και ένα ακόμα στοιχείο που συμβαδίζει ιδανικά με τον χαρακτήρα του Aran ως ταλαντούχου πολεμιστή.
Στα παραπάνω βοηθάει πλήρως η πολύ καλή δουλειά στην αίσθηση της μάχης. Το βάρος των χτυπημάτων μεταφέρεται ιδανικά μέσω των καλοφτιαγμένων και ποικίλων animations αλλά και λόγω της μεγάλης ζημίας που μπορούν να μεταφέρουν τα χτυπήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και απέναντι από κατάφρακτους πολεμιστές, εάν έχουμε το ιδανικό όπλο και καταφέρουμε ένα charged attack, τότε θα τους ακρωτηριάσουμε με ένα μόλις χτύπημα, κάτι που ισχύει από τα πρώτα λεπτά της περιπέτειας έως το τέλος.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για ισχυρότερους αντιπάλους, όπου αν έχουμε τον κατάλληλο εξοπλισμό τότε ένα καλοζυγισμένο ισχυρό χτύπημα θα τους αφαιρέσει ένα γενναίο κομμάτι της μπάρας τους. Στο Blades of Fire η σωστή τοποθέτησή μας και το σωστό charged attack αποτελεί ένα καίριο στοιχείο του gameplay, δίνοντας πραγματική ουσία σε κάθε επιτυχημένο μας χτύπημα.
Μία ακόμα ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει το gameplay έρχεται στη stamina. Προκειμένου να αναπληρωθεί γρήγορα, πρέπει να έχουμε κρατημένο το block. Δεδομένου ότι χρειάζεται η άμεση ενέργειά μας για την αναπλήρωση της μπάρας και δεν αρκεί απλά να την περιμένουμε να αναπληρωθεί αυτομάτως (όπως γίνεται στην πλειοψηφία των soulslike), δίνει ένα ακόμα επίπεδο βάθους στη διαχείριση του χαρακτήρα μας κατά τη διάρκεια της μάχης.
Όπως προείπαμε, υπάρχει ένα ευμέγεθες bestiary, φέρνοντάς μας συχνά μπροστά από νέους εχθρούς με τις δικές τους ιδιοσυγκρασίες, επιτρέποντας στο σύστημα μάχης να παραμένει έως το τέλος απολαυστικό. Εκεί όμως που υστερεί είναι στα boss fights, τα οποία και ελάχιστα είναι και επαναλαμβάνονται, και δυστυχώς δεν έχουν κάτι ιδιαίτερο να προσφέρουν, καταλήγοντας να δείχνουν απλά σαν μάχες με απλούς, αλλά σχετικά ισχυρότερους, εχθρούς.
Το έτερο και σημαντικότερο μελανό σημείο του παιχνιδιού έρχεται στο level design. Εξαρχής θα πρέπει να πούμε ότι στις πρώτες 10-15 ώρες το Blades of Fire ενδέχεται να δημιουργήσει την εντύπωση μίας συγκρατημένης διάρκειας. Εντούτοις, έπειτα από συγκεκριμένα γεγονότα θα φανεί ότι τελικά αποτελεί μία περιπέτεια επικών διαστάσεων, που μπορεί να φτάσει και τις 40 ώρες. Αυτή θα λέγαμε ότι ήταν μία καλοδεχούμενη διαπίστωση αλλά με ορισμένους αστερίσκους.
Η ποικιλία και η πυκνότητα των περιβαλλόντων είναι αρκετά καλή, προσφέροντας πολλές παράπλευρες διαδρομές και μυστικά. Η δομή του απέχει από το να χαρακτηριστεί ως open world, έχοντας σαφέστερη συγγένεια με τα δύο τελευταία God of War, όπου δηλαδή υπάρχουν συγκεκριμένες διαδρομές στο περιβάλλον και κλειδωμένες περιοχές που ανοίγουν όταν λάβουμε ορισμένες νέες δυνάμεις.
Εκεί που εμφανίζεται ένα σημαντικό πρόβλημα είναι στο πόσο ασαφή είναι αρκετές φορές τα main objectives. Υπήρξαν πολλές φορές όπου φαινομενικά είχαμε εξερευνήσει κάθε δυνατή πτυχή μίας περιοχής, όπου θεωρητικά βρισκόταν το objective, δίχως πλέον να έχουμε ιδέα πού ακριβώς πρέπει να πάμε, καταλήγοντας να κάνουμε κύκλους για ώρες. Στο παραπάνω δεν βοηθάνε στο ελάχιστο τα hints που δίνει ο Adso, σε μία μάλλον λανθάνουσα αντίληψη ότι αν μας πει ακριβώς τι πρέπει να κάνουμε θα είναι σαν μας το δίνει στο πιάτο.
Το ασαφές σκέλος των objectives δηλώνει σε πολλά σημεία του παιχνιδιού και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται σαν να γίνεται ηθελημένα. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου κάποιος χαρακτήρας μάς ζητούσε να βρούμε διάφορα αντικείμενα, διασκορπισμένα σε διαφορετικές περιοχές των χαρτών.
Δίχως να εμφανίζεται το παραμικρό σημάδι στον χάρτη, έπρεπε από μόνοι μας να θυμόμαστε πού ακριβώς αναφέρονταν οι πληροφορίες που μας παρέχονταν. Σε όλη αυτήν τη κατάσταση δεν βοηθάει ο δαιδαλώδης σχεδιασμός πολλών περιοχών, που περιλαμβάνουν όμοιους χώρους και ενώνονται με ένα σωρό διαφορετικούς τρόπους, καταφέρνοντας διαρκώς να μας δημιουργούν το συναίσθημα ότι έχουμε χαθεί. Από την άλλη πλευρά, όποτε το παιχνίδι δεν επιχειρεί αχρείαστα να δυσχεραίνει την όλη διαδικασία της περιήγησης, τότε οι ποικίλες περιοχές και η εκτενής διάρκειά του καταφέρνουν να δημιουργήσουν μία ευχάριστη αίσθηση ανακάλυψης.
Όσον αφορά στο τεχνικό επίπεδο, η ιδιόκτητη μηχανή γραφικών της MercurySteam απεικονίζει ένα ευχάριστο αποτέλεσμα με ζωηρά χρώματα. Μπορεί τα loadings να είναι ελαφρώς τραβηγμένα σε αρκετές περιπτώσεις, αλλά από την άλλη, η δράση είναι απροβλημάτιστη με σταθερότατο frame rate και άνευ οποιουδήποτε τεχνικού προβλήματος άξιου αναφοράς.
Εν κατακλείδι το Blades of Fire, όπως και οι λεπίδες στις οποίες επικεντρώνεται, έρχεται ως ένα δίκοπο μαχαίρι. Φέρνει ένα δουλεμένο σύστημα μάχης, με πλήρη έμφαση στα melee όπλα, μεταφέροντας με ωραίο τρόπο το κομμάτι της σφυρηλάτησης. Μέσα από το καλοφτιαγμένο και ισορροπημένο σύστημα μάχης καταφέρνει να δώσει ιδανικά την αίσθηση του ελέγχου ενός σκληροτράχηλου και πεπειραμένου πολεμιστή. Εάν και το νευραλγικό κομμάτι του level design είχε δεχθεί την ανάλογη φροντίδα τότε η συνολική εμπειρία θα ήταν σίγουρα πληρέστερη.
Το Blades of Fire κυκλοφορεί από τις 22/5/25 για PS5, PC και Xbox Series. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το Xbox Series με review code που λάβαμε από τη 505 Games.
The post Blades of Fire | Review first appeared on GameOver.
The post Blades of Fire | Review appeared first on GameOver.
Οι περιπτώσεις όπου πήγε σε στραβοτιμονιές ήταν κυρίως όταν επιχείρησε να δημιουργήσει νέα IPs, όπως είδαμε στις περιπτώσεις του αδιάφορου Clive Barker’s Jericho και του άσημου Spacelords. Άραγε η επιστροφή της με το Blades of Fire ήρθε για να… τριτώσει το κακό; Σίγουρα αποτελεί άλλη μία ιδιαίτερη περίπτωση αφού εμφανίστηκε από το πουθενά τον περασμένο Φεβρουάριο, δίνοντας ένα μάλλον περιορισμένο διάστημα για το marketing. Αλλά ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά.

Το Blades of Fire μάς μεταφέρει σε ένα βασίλειο όπου μία μοχθηρή βασίλισσα έχει καταραστεί τους εχθρούς της, μετατρέποντας κάθε μορφή μετάλλου σε πέτρα. Εμείς παίρνουμε τον ρόλο του σκληροτράχηλου πολεμιστή Aran, ο οποίος με έναν ανεξήγητο τρόπο θα λάβει ένα θρυλικό σφυρί, το οποίο θα του επιτρέψει να σφυρηλατήσει όπλα από μέταλλο. Μαζί με τη βοήθεια του Adso, ενός νεαρού ερευνητή που θα βρεθεί κυριολεκτικά στην πόρτα του, θα ξεκινήσει η περιπέτεια προς το κάστρο της βασίλισσας με σκοπό την εξόντωσή της.
Το Blades of Fire έρχεται να μας συστήσει ένα εντελώς καινούριο σύμπαν, με τα δικά του όντα και θεότητες, με τη μυθολογία να επικεντρώνεται γύρω από την χειραγώγηση του μετάλλου. Άλλωστε, οι βασικές 7 θεότητες αποκαλούνται απλά ως “σιδηρουργοί”, οι οποίες μάλιστα λέγεται ότι έδωσαν το υπέρτατο δώρο στην ανθρωπότητα, τη γνώση της δημιουργίας μετάλλων.

Αναμφίβολα είναι θετικό ότι επιτέλους βλέπουμε ένα fantasy σύμπαν που αποφεύγει τα τετριμμένα, δηλαδή την εμφάνιση orcs και / ή ξωτικών. Αν και κάποια trolls θα δηλώσουν το παρόν, σε γενικές γραμμές θα δείτε ξεχωριστά όντα που καταφέρνουν να δώσουν έμπρακτα την εικόνα ενός διαφορετικού σύμπαντος.
Βέβαια, εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως δεν θα πρέπει να περιμένετε κάποια εμβάθυνση στο lore. Η ιστορία προσφέρει ακριβώς τα βασικά, για να ωθήσει τον Aran σε μία ιστορία εκδίκησης, στον μονοδιάστατο στόχο της εξόντωσης της βασίλισσας. Οι εξτρά χαρακτήρες είναι μετρημένοι στα δάχτυλα και έρχονται απλά για να εξυπηρετήσουν ορισμένα plot points και όχι για να δημιουργηθεί το οποιοδήποτε δέσιμο.

Ωστόσο, μία πραγματικά χαμένη ευκαιρία αποτελεί η σχέση μεταξύ των Aran και Adso, ο οποίος βρίσκεται πάντα στο πλάι του Aran, καθόλη τη διάρκεια της περιπέτειας. Θα μπορούσε να αποτελεί ένα ενδιαφέρον sidekick, ιδίως αφού οι δυνάμεις και αδυναμίες των δύο βασικών χαρακτήρων αλληλοκαλύπτονται (ο ένας φτασμένος πολεμιστής, ο άλλος με αστείρευτες γνώσεις για την ιστορία του κόσμου, των τεράτων κ.λπ.). Η σχέση τους όμως παραμένει τυπική, και επίσης φαίνεται σχεδόν σαν να αποφεύγεται η δημιουργία μίας κάποιας χημείας μεταξύ τους.
Υπάρχουν π.χ. περιπτώσεις όπου ο Adso κάνει αστειάκια για την ηλικία του Aran όταν προσπαθεί να κάνει κάποια άλματα, αλλά αυτά δείχνουν παράταιρα όταν προηγουμένως έχουμε δει απειροελάχιστες συζητήσεις μεταξύ τους για να αντιληφθούμε το είδος της μεταξύ τους σχέσης. Γενικότερα, το Blades of Fire δεν φαίνεται διατεθειμένο να κερδίσει τον παίκτη με τους χαρακτήρες του ή την εξέλιξη του σεναρίου, καταλήγοντας προβλέψιμο και άνευ ιδιαίτερων κορυφώσεων.

Θα λέγαμε όμως ότι εν τέλει η ουσία του βρίσκεται στον τομέα της μάχης, με το φειδωλό σενάριο τουλάχιστον να μην μπαίνει εμπόδιο στο κομμάτι της δράσης (όχι ακριβώς δικαιολογία για τη μέτρια γραφή, αλλά τουλάχιστον ένα θετικό στοιχείο που απορρέει από αυτήν). Η MercurySteam φαίνεται ότι ναι μεν εμπνεύστηκε από το πανταχού παρόν είδος των soulslike, αλλά αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο στο να διανθήσει το παιχνίδι με τα δικά του στοιχεία.
Σε αντίθεση με τα περισσότερα παιχνίδια του είδους, ο Aran δεν έχει το παραμικρό skill tree. Δεν υπάρχουν attributes, skill points και τα συναφή. Είναι μία επιλογή που συνάδει πλήρως με την εικόνα ενός φτασμένου πολεμιστή που πείθει ότι είναι μάστερ οποιουδήποτε όπλου. Μπορούμε μόνο να αναβαθμίσουμε την ενέργεια και το stamina, και αυτά μόνο αφού εντοπίσουμε συγκεκριμένες τετράδες αντικειμένων.

Το ένα και μοναδικό κομμάτι της εξέλιξης της ισχύος μας έρχεται μέσα από την σφυρηλάτηση όπλων. Σε κανένα σημείο της περιπέτειας δεν βρίσκουμε έτοιμα όπλα, αντιθέτως, πρέπει να συλλέγουμε τα υλικά ώστε να σφυρηλατήσουμε τα δικά μας όπλα. Υπάρχει μία εκτενής ποικιλία από διαφορετικές κλάσεις όπλων (δόρατα, one handed swords, greatswords, hammers κ.λπ.) τα διαγράμματα των οποίων τα εντοπίζουμε αφού εξοντώσουμε αρκετούς εχθρούς από συγκεκριμένες αντίπαλες ομάδες.
Η σφυρηλάτηση γίνεται μέσα από ένα συμπαθητικό mini game και αφού παραμετροποιήσουμε διάφορα τμήματα του όπλου, επιλέγοντας το είδος της λεπίδας, τη χειρολαβή, το είδος του μετάλλου και διάφορες άλλες πτυχές του. Υπάρχει αρκετό βάθος στην παραμετροποίηση κάθε όπλου, καθώς και μία ογκώδης ποικιλία υλικών, δίνοντάς μας το ελεύθερο να φέρουμε το κάθε όπλο στα μέτρα μας και οδηγώντας τελικά σε μία ιδιαίτερα ευχάριστη διαδικασία για τη δημιουργία όπλων.

Το σκέλος των melee όπλων και της δημιουργίας τους βρίσκεται στον πυρήνα του παιχνιδιού και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εμπειρίας. Προς το παραπάνω συνάδει και το σύστημα μάχης. Οι επιθέσεις είναι τοποθετημένες στα face buttons, όπου κάθε κουμπί σημαδεύει διαφορετικό μέρος του σώματος. Κάτι ανάλογο είχαμε δει και στα The Surge αλλά εδώ έχει μία αρκετά διαφορετική υλοποίηση, εμβαθύνοντας περισσότερο στο θέμα της κατάλληλης επιλογής των επιθέσεων.
Πολλοί εχθροί έχουν εμφανή μέρη του σώματος που είναι πιο ευπαθή (και δεν είναι πάντα το κεφάλι), κάτι που συνήθως εξαρτάται από το είδος της πανοπλίας που φοράνε. Άλλοτε θα πρέπει να αποφεύγουμε τα χέρια, κάποιες φορές θα πρέπει να σημαδεύουμε στο σώμα και ούτω καθεξής.

Το damage που πετυχαίνουμε εξαρτάται και από τα στατιστικά των όπλων μας και ιδίως το στατιστικό της διαπεραστικότητας, που αφορά στο κατά πόσον η λάμα μπορεί να διαπεράσει την εκάστοτε πανοπλία. Σε ορισμένες περιπτώσεις ένα, κατά τα άλλα, ισχυρότατο όπλο ενδέχεται να μην μπορεί να διαπεράσει την εχθρική πανοπλία, αχρηστεύοντάς το πλήρως.
Για αυτόν τον λόγο το Blades of Fire μάς επιτρέπει να έχουμε equipped τέσσερα όπλα και πολλά περισσότερα στο inventory μας. Και πάλι σε αντίθεση με άλλα παιχνίδια του είδους, εδώ δεν θα “παντρευτείτε” από την αρχή έως το τέλος μία κλάση όπλων, αλλά θα πρέπει να μεταχειρίζεστε διαφορετικά είδη για να ανταπεξέλθετε στο εκτενές bestiary. Είναι ένα στοιχείο που λειτουργεί πολύ καλά με τη φύση του παιχνιδιού και ένα ακόμα στοιχείο που συμβαδίζει ιδανικά με τον χαρακτήρα του Aran ως ταλαντούχου πολεμιστή.

Στα παραπάνω βοηθάει πλήρως η πολύ καλή δουλειά στην αίσθηση της μάχης. Το βάρος των χτυπημάτων μεταφέρεται ιδανικά μέσω των καλοφτιαγμένων και ποικίλων animations αλλά και λόγω της μεγάλης ζημίας που μπορούν να μεταφέρουν τα χτυπήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και απέναντι από κατάφρακτους πολεμιστές, εάν έχουμε το ιδανικό όπλο και καταφέρουμε ένα charged attack, τότε θα τους ακρωτηριάσουμε με ένα μόλις χτύπημα, κάτι που ισχύει από τα πρώτα λεπτά της περιπέτειας έως το τέλος.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για ισχυρότερους αντιπάλους, όπου αν έχουμε τον κατάλληλο εξοπλισμό τότε ένα καλοζυγισμένο ισχυρό χτύπημα θα τους αφαιρέσει ένα γενναίο κομμάτι της μπάρας τους. Στο Blades of Fire η σωστή τοποθέτησή μας και το σωστό charged attack αποτελεί ένα καίριο στοιχείο του gameplay, δίνοντας πραγματική ουσία σε κάθε επιτυχημένο μας χτύπημα.

Μία ακόμα ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει το gameplay έρχεται στη stamina. Προκειμένου να αναπληρωθεί γρήγορα, πρέπει να έχουμε κρατημένο το block. Δεδομένου ότι χρειάζεται η άμεση ενέργειά μας για την αναπλήρωση της μπάρας και δεν αρκεί απλά να την περιμένουμε να αναπληρωθεί αυτομάτως (όπως γίνεται στην πλειοψηφία των soulslike), δίνει ένα ακόμα επίπεδο βάθους στη διαχείριση του χαρακτήρα μας κατά τη διάρκεια της μάχης.
Όπως προείπαμε, υπάρχει ένα ευμέγεθες bestiary, φέρνοντάς μας συχνά μπροστά από νέους εχθρούς με τις δικές τους ιδιοσυγκρασίες, επιτρέποντας στο σύστημα μάχης να παραμένει έως το τέλος απολαυστικό. Εκεί όμως που υστερεί είναι στα boss fights, τα οποία και ελάχιστα είναι και επαναλαμβάνονται, και δυστυχώς δεν έχουν κάτι ιδιαίτερο να προσφέρουν, καταλήγοντας να δείχνουν απλά σαν μάχες με απλούς, αλλά σχετικά ισχυρότερους, εχθρούς.

Το έτερο και σημαντικότερο μελανό σημείο του παιχνιδιού έρχεται στο level design. Εξαρχής θα πρέπει να πούμε ότι στις πρώτες 10-15 ώρες το Blades of Fire ενδέχεται να δημιουργήσει την εντύπωση μίας συγκρατημένης διάρκειας. Εντούτοις, έπειτα από συγκεκριμένα γεγονότα θα φανεί ότι τελικά αποτελεί μία περιπέτεια επικών διαστάσεων, που μπορεί να φτάσει και τις 40 ώρες. Αυτή θα λέγαμε ότι ήταν μία καλοδεχούμενη διαπίστωση αλλά με ορισμένους αστερίσκους.
Η ποικιλία και η πυκνότητα των περιβαλλόντων είναι αρκετά καλή, προσφέροντας πολλές παράπλευρες διαδρομές και μυστικά. Η δομή του απέχει από το να χαρακτηριστεί ως open world, έχοντας σαφέστερη συγγένεια με τα δύο τελευταία God of War, όπου δηλαδή υπάρχουν συγκεκριμένες διαδρομές στο περιβάλλον και κλειδωμένες περιοχές που ανοίγουν όταν λάβουμε ορισμένες νέες δυνάμεις.
Εκεί που εμφανίζεται ένα σημαντικό πρόβλημα είναι στο πόσο ασαφή είναι αρκετές φορές τα main objectives. Υπήρξαν πολλές φορές όπου φαινομενικά είχαμε εξερευνήσει κάθε δυνατή πτυχή μίας περιοχής, όπου θεωρητικά βρισκόταν το objective, δίχως πλέον να έχουμε ιδέα πού ακριβώς πρέπει να πάμε, καταλήγοντας να κάνουμε κύκλους για ώρες. Στο παραπάνω δεν βοηθάνε στο ελάχιστο τα hints που δίνει ο Adso, σε μία μάλλον λανθάνουσα αντίληψη ότι αν μας πει ακριβώς τι πρέπει να κάνουμε θα είναι σαν μας το δίνει στο πιάτο.
Το ασαφές σκέλος των objectives δηλώνει σε πολλά σημεία του παιχνιδιού και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται σαν να γίνεται ηθελημένα. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου κάποιος χαρακτήρας μάς ζητούσε να βρούμε διάφορα αντικείμενα, διασκορπισμένα σε διαφορετικές περιοχές των χαρτών.
Δίχως να εμφανίζεται το παραμικρό σημάδι στον χάρτη, έπρεπε από μόνοι μας να θυμόμαστε πού ακριβώς αναφέρονταν οι πληροφορίες που μας παρέχονταν. Σε όλη αυτήν τη κατάσταση δεν βοηθάει ο δαιδαλώδης σχεδιασμός πολλών περιοχών, που περιλαμβάνουν όμοιους χώρους και ενώνονται με ένα σωρό διαφορετικούς τρόπους, καταφέρνοντας διαρκώς να μας δημιουργούν το συναίσθημα ότι έχουμε χαθεί. Από την άλλη πλευρά, όποτε το παιχνίδι δεν επιχειρεί αχρείαστα να δυσχεραίνει την όλη διαδικασία της περιήγησης, τότε οι ποικίλες περιοχές και η εκτενής διάρκειά του καταφέρνουν να δημιουργήσουν μία ευχάριστη αίσθηση ανακάλυψης.
Όσον αφορά στο τεχνικό επίπεδο, η ιδιόκτητη μηχανή γραφικών της MercurySteam απεικονίζει ένα ευχάριστο αποτέλεσμα με ζωηρά χρώματα. Μπορεί τα loadings να είναι ελαφρώς τραβηγμένα σε αρκετές περιπτώσεις, αλλά από την άλλη, η δράση είναι απροβλημάτιστη με σταθερότατο frame rate και άνευ οποιουδήποτε τεχνικού προβλήματος άξιου αναφοράς.
Εν κατακλείδι το Blades of Fire, όπως και οι λεπίδες στις οποίες επικεντρώνεται, έρχεται ως ένα δίκοπο μαχαίρι. Φέρνει ένα δουλεμένο σύστημα μάχης, με πλήρη έμφαση στα melee όπλα, μεταφέροντας με ωραίο τρόπο το κομμάτι της σφυρηλάτησης. Μέσα από το καλοφτιαγμένο και ισορροπημένο σύστημα μάχης καταφέρνει να δώσει ιδανικά την αίσθηση του ελέγχου ενός σκληροτράχηλου και πεπειραμένου πολεμιστή. Εάν και το νευραλγικό κομμάτι του level design είχε δεχθεί την ανάλογη φροντίδα τότε η συνολική εμπειρία θα ήταν σίγουρα πληρέστερη.
Το Blades of Fire κυκλοφορεί από τις 22/5/25 για PS5, PC και Xbox Series. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το Xbox Series με review code που λάβαμε από τη 505 Games.
The post Blades of Fire | Review first appeared on GameOver.
The post Blades of Fire | Review appeared first on GameOver.